- χοντρόσωμος
- και χονδρόσωμος, -η, -ο, Νάτομο με ογκώδες σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* / χονδρ(ο) + -σωμoς (< σώμα), πρβλ. μικρό-σωμος. Ο τ. χονδρόσωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
χονδρόσωμος — η, ο, Ν βλ. χοντρόσωμος … Dictionary of Greek